πολυσποριά

πολυσποριά
και πολυσπορά, η, Ν [πολύσπορος]
1. το να έχει σπείρει κανείς πολλούς σπόρους, κατά τη σπορά μιας καλλιεργούμενης έκτασης αλλ. πολυσπαρτιά
2. παροιμ. «η πολυσπορά νικά την αστοχιά» — λέγεται για να δηλώσει ότι η σπορά πολλών και διαφορετικών σπόρων αποτελεί επιτυχή πρόβλεψη κατά τής αφορίας, ότι δηλ. ο εργατικός και προνοητικός γεωργός κατορθώνει να έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα ακόμη και σε περίπτωση αφορίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυσπόρια — τα, Ν 1. σπόροι σιτηρών και οσπρίων μαζί 2. (λαογρ.) μίγμα από δημητριακά και όσπρια, βρασμένα από κοινού, που τρώγονται ως εθιμικό φαγητό την ημέρα τής εορτής τών Εισοδίων τής Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, η οποία, για τον λόγο αυτό, λέγεται και… …   Dictionary of Greek

  • Πολυσπορίτισσα — η, Ν προσωνυμία τής Παναγίας κατά την εορτή τών Εισοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυσπόρια + κατάλ. (ιτ)ισσα (< ίτης + ισσα)] …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… …   Dictionary of Greek

  • μπουσμπουρέλια — τα πολυσπόρια …   Dictionary of Greek

  • μπούλια — τα (λαογρ.) πολυσπόρια …   Dictionary of Greek

  • πολυκούκια — τα, Ν (λαογρ.) τα πολυσπόρια …   Dictionary of Greek

  • πολυσπαρτιά — η, Ν η πολυσποριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαρτό + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • πολυσπορά — η, Ν βλ. πολυσποριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”