πολυσπόρια — τα, Ν 1. σπόροι σιτηρών και οσπρίων μαζί 2. (λαογρ.) μίγμα από δημητριακά και όσπρια, βρασμένα από κοινού, που τρώγονται ως εθιμικό φαγητό την ημέρα τής εορτής τών Εισοδίων τής Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, η οποία, για τον λόγο αυτό, λέγεται και… … Dictionary of Greek
Πολυσπορίτισσα — η, Ν προσωνυμία τής Παναγίας κατά την εορτή τών Εισοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυσπόρια + κατάλ. (ιτ)ισσα (< ίτης + ισσα)] … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
μπουσμπουρέλια — τα πολυσπόρια … Dictionary of Greek
μπούλια — τα (λαογρ.) πολυσπόρια … Dictionary of Greek
πολυκούκια — τα, Ν (λαογρ.) τα πολυσπόρια … Dictionary of Greek
πολυσπαρτιά — η, Ν η πολυσποριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαρτό + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
πολυσπορά — η, Ν βλ. πολυσποριά … Dictionary of Greek